αδυναμία

αδυναμία
η
1. έλλειψη σωματικής δύναμης, ατονία: Ύστερα από την αρρώστια νιώθω μεγάλη αδυναμία.
2. έλλειψη πνευματικής επάρκειας σε κάτι: Παρουσιάζει αδυναμία στα γλωσσικά μαθήματα.
3. υπερβολική συμπάθεια, αγάπη: Έχει ιδιαίτερη αδυναμία στην κόρη της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀδυναμία — ἀδυναμίᾱ , ἀδυναμία want of strength fem nom/voc/acc dual ἀδυναμίᾱ , ἀδυναμία want of strength fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδυναμίᾳ — ἀδυναμίαι , ἀδυναμία want of strength fem nom/voc pl ἀδυναμίᾱͅ , ἀδυναμία want of strength fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδυναμία — Εξασθένηση του οργανισμού από κόπωση ή από έλλειψη τροφής. Α. λέγεται η έλλειψη ικανότητας αλλά και η υπερβολική συμπάθεια προς κάποιον. α. παροχής (Νομ.).Η κατάσταση του οφειλέτη που αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Η α.π. διακρίνεται …   Dictionary of Greek

  • ἀδυναμίας — ἀδυναμίᾱς , ἀδυναμία want of strength fem acc pl ἀδυναμίᾱς , ἀδυναμία want of strength fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδυναμίαι — ἀδυναμία want of strength fem nom/voc pl ἀδυναμίᾱͅ , ἀδυναμία want of strength fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδυναμίαν — ἀδυναμίᾱν , ἀδυναμία want of strength fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδράνεια μήτρας — Αδυναμία της μήτρας να κάνει αρκετά ισχυρές συστολές στη διάρκεια του τοκετού, για να περάσει το έμβρυο από τον γεννητικό πόρο …   Dictionary of Greek

  • κατακράτηση ούρων — Αδυναμία κένωσης της ουροδόχου κύστης, η οποία αντιμετωπίζεται κυρίως με καθετηριασμό …   Dictionary of Greek

  • ἀδυναμιῶν — ἀδυναμία want of strength fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδυναμίαις — ἀδυναμία want of strength fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”